- ασφάλτωση
- !-ις (-εως)] η см. ασφαλτόστρωση
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασφάλτωση — η (Μ ἀσφάλτωσις) [ασφαλτώ] η επίστρωση με άσφαλτο ή πίσσα … Dictionary of Greek